- πρωτόγεννος
- η , ο 1. рождающий впервые;2. (η ) первородящая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτόγεννος — η, ο, Ν [πρωτογεννῶ] 1. αυτός που γεννά για πρώτη φορά 2. το θηλ. ως ουσ. η πρωτόγεννη θηλυκό θηλαστικό που γεννάει για πρώτη φορά … Dictionary of Greek
πρωτόγεννος — η, ο αυτός που γεννά για πρώτη φορά: Πρωτόγεννη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτοτόκος — ο / πρωτοτόκος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατοτόκος, ον, Α (για γυναίκες αλλά και θηλυκά ζώα) αυτός που γεννά για πρώτη φορά, ο πρωτόγεννος. επίρρ... πρωτοτόκως Μ με τον πρώτο τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τόκος (< τόκος < τίκτω). Η… … Dictionary of Greek